κακοφτ(ε)ιάνω

κακοφτ(ε)ιάνω
1. κατασκευάζω κάτι ελαττωματικά ή ακαλαίσθητα
2. (συν. η μτχ.) κακοφτ(ε)ιαγμένος και κακοφτ(ε)ιασμένος, -η, -ο
κακοκαμωμένος, ελαττωματικός, δύσμορφος, ασουλούπωτος ή (για πράγμ.) αδέξια κατασκευασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοφκ(ε)ιάνω — κακοφτ(ε)ιάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + φκειάνω, διαλ. τ. τού φτειάχνω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”